- ἐστηλιτευμένος
- στηλιτεύωinscribe on aperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηλιτεύω — ΝΜΑ [στηλίτης] 1. (στην αρχαιότητα) αναγράφω σε στήλη το όνομα ατόμου και την πράξη που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό νεοελλ. επικρίνω με δριμύτητα, στιγματίζω κάποιον φέρνοντας στη δημοσιότητα τις επονείδιστες πράξεις του μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek